- ανακυλίω
- (Α ἀνακυλίω)κυλώ προς τα επάνω, προς τα πίσω ή κατ' επανάληψηαρχ.αναποδογυρίζω, ανατρέπω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα-* + κυλίω.ΠΑΡ. νεοελλ. ανακύλιση, ανακύλισμα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανακυλώ — ( άω) [μτγν. ἀνακυλίω] Ι. (μτβ.) 1. κυλώ 2. κυλώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη 3. ανακινώ, μετακινώ, κάνω άνω κάτω 4. αντιστρέφω, αναποδογυρίζω 5. σκάβω, ανασκάβω 6. μεταβάλλω τη φυσική θέση πραγμάτων, ανακατεύω 7. περιστρέφω,… … Dictionary of Greek
ανακύλιση — η 1. παλινδρομική κίνηση αντικειμένου προς τα επάνω ή προς τα κάτω ή κατ’ επανάληψη 2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα 3. ανατροπή, αναποδογύρισμα 4. σφοδρός άνεμος, θύελλα, ανεμοταραχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακυλίω. Η λ. μαρτυρείται από το 1898… … Dictionary of Greek
ανακύλισμα — το [ανακυλίω] 1. ανατροπή, αναποδογύρισμα 2. (για ασθένειες) υποτροπή, ξανακύλισμα 3. βαθύ σκάψιμο τής γης … Dictionary of Greek